- κελαηδώ
- κελαηδάω / κελαηδώ, κελάηδησα βλ. πίν. 58
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κελαηδώ — και κελαϊδώ και κιλαηδώ και κελαδώ, έω και άω (ΑΜ κελαδῶ, έω, Α επικ. τ. κελάδω, Μ και κιλαδῶ) (για πτηνά) τραγουδώ, ψάλλω νεοελλ. μσν. μτφ. (για ανθρώπους) 1. φλυαρώ ευχάριστα 2. τραγουδώ ή ηχώ χαρούμενα 3. αυθαδιάζω μσν. αντηχώ αρχ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
υποστρουθίζω — Μ κελαηδώ και, γενικά, ηχώ σαν το στρουθί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρουθίζω «κελαηδώ» … Dictionary of Greek
ακελάδητος — η, ο (και ακελάιδητος, η, ο) [κελαηδώ] 1. ο νεοσσός που δεν έχει αρχίσει ακόμη να κελαηδάει 2. το πουλί που δεν κελαηδάει, που δεν είναι ωδικό 3. αυτός που δεν υμνήθηκε, ατραγούδιστος … Dictionary of Greek
δίφθογγος — Ομάδα δύο φωνηέντων που ανήκουν στην ίδια συλλαβή. Στην ιστορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών οι δ. δεν παρουσιάζουν σταθερότητα· υπόκεινται σε ισχυρές και περιοδικές τάσεις προς σύμπτυξη ή μονοφθογγοποίηση: η σύμπτυξη συνίσταται στην εξαφάνιση του… … Dictionary of Greek
ευστομώ — εὐστομῶ, έω (Α) 1. [εύστομος] 1. (για αηδόνι) κελαηδώ ωραία («ἠκροῶντο δὲ ὥσπερ εὐστομούσης ἀηδόνος», Φιλόστρ.) 2. (για πρόσ.) μιλώ με καθαρή προφορά («πρῶτον μὲν εὐθὺς εὐστομεῑν διδάσκεται τέρπων ἅπαντας», Λουκιαν.) 3. (για νόμο) είμαι σαφής 4.… … Dictionary of Greek
κατάδω — κατᾴδω και καταείδω (Α) 1. (για πουλιά) α) κελαηδώ β) γεμίζω τον τόπο με το τραγούδι μου 2. τραγουδώ σύμφωνα με κάτι 3. τραγουδώ σύμφωνα με την επιθυμία κάποιου 4. ευχαριστώ ή γοητεύω κάποιον με το τραγούδι μου 5. τραγουδώ επωδή μαγείας 6.… … Dictionary of Greek
κατακελαδώ — κατακελαδῶ, έω (Μ) κελαηδώ συνεχώς … Dictionary of Greek
κελαδώ — (Α κελαδῶ, έω) βλ. κελαηδώ … Dictionary of Greek
κελαηδισμός — και κελαϊδισμός και κιλαηδισμός και κελαδημός το κελάηδημα, το τραγούδι τών πουλιών («πέταμα και κελαϊδισμός στον πολυαγαπημένο τους ήλιο που βασιλεύει», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Οι γραφές κελαϊδισμός και κιλαϊδισμός αντί τής ορθής γρφ.… … Dictionary of Greek
κελαηδιστής — και κελαϊδιστής, θηλ. κελαηδίστρα και κελαϊδίστρα αυτός που μιλά κελαηδιστά, τραγουδιστά, αυτός που μιλά ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαηδώ. Για τη γραφή κελαϊδιστής βλ. κελαηδισμός. Η λ., στον τ. κελαδιστής, μαρτυρείται από το 1841 στον Ν. Ι.… … Dictionary of Greek